- ἀνθρωπόχειρον
- ἀνθρωπό-χειρον, τό,A herb of mercury (= πενταδάκτυλον, ἑρμοδάκτυλον, Ps.-Dsc.), Cat. Cod.Astr.8(3).162:—also [suff] ἀνθρωπό-χειρ, ὁ, ib.7.234.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.